μουντώνω

μουντώνω
[μουντός]
μουνταίνω, γίνομαι μουντός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μούντωμα — το [μουντώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μουντώνω, το να γίνεται κάτι μουντό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”